ζωγραφικός

ζωγραφικός
ζωγρᾰφ-ικός, ή, όν,
A skilled in painting, Pl.Tht.145a, X.Smp.4.21: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of painting, D.S.14.46; connected with painting, used by painters,

γένη BGU10.11

(ii A.D.);

ἀσβολή Dsc.5.162

. Adv.

-κῶς S.E.M.11.255

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζωγραφικός — skilled in painting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωγραφικός — ή, ό (AM ζωγραφικός, ή, όν) [ζωγράφος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωγραφιά ή στον ζωγράφο, αυτός που χρησιμοποιείται ή ανήκει στη ζωγραφική («έργα ζωγραφικά») 2. το θηλ. ως ουσ. η ζωγραφική (ενν. τέχνη) μία από τις εικαστικές τέχνες,… …   Dictionary of Greek

  • ζωγραφικός — ή, ό 1. ό,τι έχει σχέση με τη ζωγραφική: Ζωγραφικοί πίνακες. 2. παραστατικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωγραφικά — ζωγραφικός skilled in painting neut nom/voc/acc pl ζωγραφικά̱ , ζωγραφικός skilled in painting fem nom/voc/acc dual ζωγραφικά̱ , ζωγραφικός skilled in painting fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωγραφικῶν — ζωγραφικός skilled in painting fem gen pl ζωγραφικός skilled in painting masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωγραφικόν — ζωγραφικός skilled in painting masc acc sg ζωγραφικός skilled in painting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εικόνα, φορητή — Ζωγραφικός πίνακας πάνω σε σανίδα, με παραστάσεις σκηνών και μορφών της χριστιανικής θρησκείας. Οι φ.ε. διακρίνονται βασικά σε δύο είδη: στις λατρευτικές και στις διδακτικές. Οι πρώτες απεικονίζουν ιερά πρόσωπα, οι δεύτερες περιέχουν σκηνές από… …   Dictionary of Greek

  • ζωγραφικαῖς — ζωγραφικός skilled in painting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωγραφικοῖς — ζωγραφικός skilled in painting masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωγραφικοῦ — ζωγραφικός skilled in painting masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωγραφικῆς — ζωγραφικός skilled in painting fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”